Κυριακή, 12 Οκτώβριος 2008
Η συγκλονιστική εξομολόγηση ενος Τrader της Lehman Brothers
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Είναι Ελληνοκύπριος, 39 ετών. Για λόγους ευνόητους επιθυμεί την ανωνυμία. Πλην όμως, αυτά που μας είπε ύστερα από οκτώ χρόνια θητείας στο trading χρηματο-οικονομικών προϊόντων στο Λονδίνο, στο περίφημο City, είναι από κάθε άποψη διαφωτιστικά και αποκαλυπτικά.
«Στις 15 Σεπτεμβρίου έχασα 200.000 δολάρια. Έχασα, επίσης, και όλα τα μπόνους που είχα πάρει σε μετοχές, οι οποίες δεν αξίζουν τίποτε. Γύρω μου, οι προϊστάμενοί μου, που ήσαν παλαιότεροι στη Lehman Brothers έχασαν εκατομμύρια. Όλες τους οι οικονομίες πήγαν περίπατο. Με τις μετοχές που διαθέτουν είχαν πάρει δάνεια για να αγοράσουν κατοικία. Σήμερα, είναι υποχρεωμένοι να πουλήσουν για να ξεπληρώσουν τα χρέη τους. Μερικοί από εμάς περιμένουμε να πληρωθούμε για το Σεπτέμβριο και μετά θα ρίξουμε μαύρη πέτρα πίσω μας...
Εγώ μπήκα στη Lehman Brothers τον Απρίλιο του 2007. Ένας κυνηγός κεφαλών με πλησίασε για να με πείσει να φύγω από μία άλλη επενδυτική τράπεζα. Αποδέχθηκα την πρότασή του, γιατί η Lehman είχε πολύ καλό όνομα και, επιπλέον, θα με προσελάμβαναν με τον τίτλο του senior manager. Έτσι, εγκαταστάθηκα μαζί με άλλους 5.000 μισθωτούς στο Canary Wharf, ένα γυάλινο ακίνητο σαράντα ορόφων ανατολικά του City. Στο δικό μου γκρουπ είχαμε περίπου 40 άτομα, ηλικίας 25 έως 40 ετών, όλοι με άριστα πτυχία, από μεγάλα πανεπιστήμια.
Είχα συναδέλφους από τη Γερμανία, την Ιταλία, τη Ρωσία, τη Σλοβενία, την Αμερική, την Κίνα και την Ινδία. Πελάτες μας ήταν τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες, κρατικά επενδυτικά ταμεία και γενικά όλος ο χρηματοπιστωτικός γαλαξίας. Είχα μισθό περί τα 140.000 ευρώ τον χρόνο, συν τα μπόνους.
Την κρίση δεν την είδαμε να έρχεται, παρά το θόρυβο που είχε ξεσπάσει στην Αμερική με τα δάνεια subprime. Όμως, όταν τον περασμένο Μάιο η τράπεζα δημοσίευσε τα αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου, τα οποία για πρώτη φορά ήσαν αρνητικά, μάς μπήκαν ψύλλοι στ' αυτιά. Ωστόσο, δείξαμε αισιοδοξία. Κάναμε την πρόβλεψη ότι το δεύτερο τρίμηνο θα ήταν κερδοφόρο. Εξάλλου, με βάση τις δικές μας επιδόσεις, δεν συνέτρεχε κανένας λόγος ανησυχίας.
Δυστυχώς, όμως, όταν δημοσιεύθηκαν τα επίσης αρνητικά αποτελέσματα του δεύτερου τριμήνου, διαπιστώσαμε ότι τα αφεντικά μας, όχι μόνον δεν είχαν αξιολογήσει σωστά την κρίση στην αμερικανική αγορά ακινήτων, αλλά είχαν επενδύσει σε ακίνητα περίπου 90 δισ. δολάρια, χωρίς καν να προβλέψουν ότι η αξία τους θα μπορούσε να πέσει.
Αντιθέτως, και παρά τα όσα γράφτηκαν, η τράπεζα ήταν ελάχιστα εκτεθειμένη σε τίτλους συνδεδεμένους με ενυπόθηκα δάνεια, τα περίφημα subprimes δηλαδή. Όμως, οι ατυχείς επενδύσεις της σε ακίνητα και οι απώλειες που συνεπάγονταν, δεν μπορούσαν να καλυφθούν από τις παραδοσιακές μας δραστηριότητες.
Ακόμα χειρότερα, αρχίσαμε να αντιμετωπίζουμε πολύ μεγάλες δυσκολίες χρηματοδότησης από τη διατραπεζική αγορά. Οι διάφορες πηγές μάς έβλεπαν με καχυποψία και όποιες χρηματοδοτήσεις μπορούσαμε να πετύχουμε ήσαν πανάκριβες.
Η κατάσταση αυτή άρχισε να διαδίδεται μέσω ψιθύρων, επαληθεύοντας τη ρήση "καλύτερα να σου βγει το μάτι, παρά το όνομα". Αποτέλεσμα; Η μετοχή μας άρχισε να καταρρέει. Από 60 δολάρια τον Ιανουάριο του 2008, έπεσε στα 30 δολάρια το Μάιο, στα 20 δολάρια τον Ιούνιο, παρασύροντας και πολλούς πελάτες μας σε μία γενικευμένη καχυποψία απέναντί μας. Έτσι, σημαντικοί πελάτες μάς εγκαταλείπουν και, ενώ η μπόρα έρχεται, η διοίκηση της τράπεζας σφυρίζει αδιάφορα. Τέτοια συμπεριφορά χρήζει ψυχανάλυσης.
Η κατάσταση επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο στα μέσα Αυγούστου και γίνεται ηλίου φαεινότερον ότι χάνουμε σημαντικά διαπραγματευτικά ατού σχετικά με μία πιθανή μεταβίβαση της τράπεζας σε έναν άλλο, ισχυρότερο τραπεζικό όμιλο. Στο Λονδίνο καταλαβαίνουμε πλέον ότι η Lehman έχει τη θηλιά στο λαιμό της: δεν έχουμε επιλογές, δεν διαθέτουμε διαπραγματευτικά ατού και τελικά περιμένουμε τον πιθανό αγοραστή που θα μπορούσε να μάς σώσει.
Από τις αρχές Σεπτεμβρίου, η μετοχή μας είναι αντικείμενο έντονης κερδοσκοπίας και η τιμή της βρίσκεται στα 6 δολάρια - δέκα φορές κάτω σε σύγκριση με την αντίστοιχη στην αρχή του χρόνου. Μπροστά στην επερχόμενη κατάρρευση, η διοίκηση αναγγέλλει αλλαγές στα ηγετικά στελέχη και το χωρισμό της τράπεζας στα δύο.
Στην "καλή τράπεζα", από τη μια μεριά, με τις κερδοφόρες δραστηριότητες, και στην "κακή τράπεζα", που θα συγκεντρώνει τα εξ ακινήτων ενεργητικά. Η πρωτοβουλία αυτή αφήνει τους πάντες παγερά αδιάφορους. Έτσι, η μετοχή μας πέφτει από τα 6 δολάρια στα 3 δολάρια και στον όμιλο ισχύει πλέον το "ο σώζων εαυτόν σωθήτω".
Στις 12 Σεπτεμβρίου καταλαβαίνουμε ότι όλα έχουν τελειώσει. Περιμένουμε να μάθουμε αν στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου η Bank of America θα αποφασίσει να μας αγοράσει. Τζίφος. Το βράδυ της Κυριακής, η Bank of America αποφασίζει να αγοράσει τη Merril Lynch. Από την πλευράς τους, ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών και η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα αποφασίζουν να μην σώσουν τη Lehman Brothers. Το σοκ είναι για όλους μας απίθανο. Όλοι σχεδόν πιστεύαμε ότι είμαστε πολύ μεγάλοι για να μας αφήσουν να πέσουμε ("too big to fail"). Και όμως...
Έτσι, στις 15 Σεπτεμβρίου εγώ και οι συνάδελφοί μου αισθανόμαστε μόνον οργή απέναντι σε μία ηγεσία αλαζονική και τυχάρπαστη, η οποία είχε μετατρέψει την πιο εξειδικευμένη στα επιτόκια τράπεζα του κόσμου σε "διαχειριστή" ακινήτων και κερδοσκοπικό επενδυτή. Είχαμε να κάνουμε με μία διοίκηση άπληστων, μεγαλόσχημων δήθεν τραπεζιτών, χωρίς όραμα, χωρίς στρατηγική, χωρίς αρχές και, βεβαίως, χωρίς στοιχειώδες ήθος.
Ο Ντικ Φουλντι, αφεντικό της holding, μπροστά στην κατάρρευση, δεν βρίσκει ούτε μία λέξη να μας πει. Ακόμα χειρότερα, αφαιρώντας ρευστότητα από τη θυγατρική του Λονδίνου, προσπάθησε να ενισχύσει τη μητρική εταιρεία στην Αμερική, με την ελπίδα ότι θα την αγόραζε η Barclays Ούτε αυτό έγινε, όμως. Και όλοι εμείς πήγαμε αδιάβαστοι.
Προσωπικά δεν ανησυχώ. Αν και έχασα πάρα πολλά χρήματα στην υπόθεση αυτή, το μέλλον δεν με φοβίζει. Περιμένω να εισπράξω τον τελευταίο μισθό μου και ήδη κάπου με περιμένουν. Προβλήματα θα έχουν οι νέοι, οι junior traders της Lehman. Αυτούς που ξεγέλασε η διοίκηση της τράπεζας. Όλα αυτά τα νέα παιδιά είναι θύματα ενός ανήθικου χρηματοοικονομικού καπιταλισμού, ο οποίος, μπορεί τα δημιούργησε απίστευτον πλούτο τα 15 τελευταία χρόνια, όμως δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην επιθετικότητα και την βλακεία, που δημιουργεί η εύκολη επιτυχία.
Με βάση την οκταετή εμπειρία μου στον τομέα αυτόν, οφείλω να πω ότι μπορούσε να γίνει το εργαλείο για την παγκόσμια εξάπλωση της ευημερίας. Υπό μία προϋπόθεση: κάποιοι να μην τα θέλουν όλα δικά τους. Δυστυχώς, αυτό δεν ίσχυσε. Τώρα, λοιπόν, ήρθε η ώρα να καταβάλουμε όλοι το τίμημα. Αλλά αυτό είναι άδικο. Γι' αυτό και πιστεύω ότι οι υπεύθυνοι θα πρέπει να τιμωρηθούν ακριβώς από αυτήν την αγορά, που κατά κόρον επικαλούντο για να κερδοσκοπούν».
Αυτά μάς είπε ο Ελληνοκύπριος trader και θεωρούμε ότι, μέσα από την αφήγησή του, μπορεί κανείς να βγάλει σημαντικά συμπεράσματα για την κατανόηση της κρίσης.
Η συγκλονιστική εξομολόγηση ενος Τrader της Lehman Brothers
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Είναι Ελληνοκύπριος, 39 ετών. Για λόγους ευνόητους επιθυμεί την ανωνυμία. Πλην όμως, αυτά που μας είπε ύστερα από οκτώ χρόνια θητείας στο trading χρηματο-οικονομικών προϊόντων στο Λονδίνο, στο περίφημο City, είναι από κάθε άποψη διαφωτιστικά και αποκαλυπτικά.
«Στις 15 Σεπτεμβρίου έχασα 200.000 δολάρια. Έχασα, επίσης, και όλα τα μπόνους που είχα πάρει σε μετοχές, οι οποίες δεν αξίζουν τίποτε. Γύρω μου, οι προϊστάμενοί μου, που ήσαν παλαιότεροι στη Lehman Brothers έχασαν εκατομμύρια. Όλες τους οι οικονομίες πήγαν περίπατο. Με τις μετοχές που διαθέτουν είχαν πάρει δάνεια για να αγοράσουν κατοικία. Σήμερα, είναι υποχρεωμένοι να πουλήσουν για να ξεπληρώσουν τα χρέη τους. Μερικοί από εμάς περιμένουμε να πληρωθούμε για το Σεπτέμβριο και μετά θα ρίξουμε μαύρη πέτρα πίσω μας...
Εγώ μπήκα στη Lehman Brothers τον Απρίλιο του 2007. Ένας κυνηγός κεφαλών με πλησίασε για να με πείσει να φύγω από μία άλλη επενδυτική τράπεζα. Αποδέχθηκα την πρότασή του, γιατί η Lehman είχε πολύ καλό όνομα και, επιπλέον, θα με προσελάμβαναν με τον τίτλο του senior manager. Έτσι, εγκαταστάθηκα μαζί με άλλους 5.000 μισθωτούς στο Canary Wharf, ένα γυάλινο ακίνητο σαράντα ορόφων ανατολικά του City. Στο δικό μου γκρουπ είχαμε περίπου 40 άτομα, ηλικίας 25 έως 40 ετών, όλοι με άριστα πτυχία, από μεγάλα πανεπιστήμια.
Είχα συναδέλφους από τη Γερμανία, την Ιταλία, τη Ρωσία, τη Σλοβενία, την Αμερική, την Κίνα και την Ινδία. Πελάτες μας ήταν τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες, κρατικά επενδυτικά ταμεία και γενικά όλος ο χρηματοπιστωτικός γαλαξίας. Είχα μισθό περί τα 140.000 ευρώ τον χρόνο, συν τα μπόνους.
Την κρίση δεν την είδαμε να έρχεται, παρά το θόρυβο που είχε ξεσπάσει στην Αμερική με τα δάνεια subprime. Όμως, όταν τον περασμένο Μάιο η τράπεζα δημοσίευσε τα αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου, τα οποία για πρώτη φορά ήσαν αρνητικά, μάς μπήκαν ψύλλοι στ' αυτιά. Ωστόσο, δείξαμε αισιοδοξία. Κάναμε την πρόβλεψη ότι το δεύτερο τρίμηνο θα ήταν κερδοφόρο. Εξάλλου, με βάση τις δικές μας επιδόσεις, δεν συνέτρεχε κανένας λόγος ανησυχίας.
Δυστυχώς, όμως, όταν δημοσιεύθηκαν τα επίσης αρνητικά αποτελέσματα του δεύτερου τριμήνου, διαπιστώσαμε ότι τα αφεντικά μας, όχι μόνον δεν είχαν αξιολογήσει σωστά την κρίση στην αμερικανική αγορά ακινήτων, αλλά είχαν επενδύσει σε ακίνητα περίπου 90 δισ. δολάρια, χωρίς καν να προβλέψουν ότι η αξία τους θα μπορούσε να πέσει.
Αντιθέτως, και παρά τα όσα γράφτηκαν, η τράπεζα ήταν ελάχιστα εκτεθειμένη σε τίτλους συνδεδεμένους με ενυπόθηκα δάνεια, τα περίφημα subprimes δηλαδή. Όμως, οι ατυχείς επενδύσεις της σε ακίνητα και οι απώλειες που συνεπάγονταν, δεν μπορούσαν να καλυφθούν από τις παραδοσιακές μας δραστηριότητες.
Ακόμα χειρότερα, αρχίσαμε να αντιμετωπίζουμε πολύ μεγάλες δυσκολίες χρηματοδότησης από τη διατραπεζική αγορά. Οι διάφορες πηγές μάς έβλεπαν με καχυποψία και όποιες χρηματοδοτήσεις μπορούσαμε να πετύχουμε ήσαν πανάκριβες.
Η κατάσταση αυτή άρχισε να διαδίδεται μέσω ψιθύρων, επαληθεύοντας τη ρήση "καλύτερα να σου βγει το μάτι, παρά το όνομα". Αποτέλεσμα; Η μετοχή μας άρχισε να καταρρέει. Από 60 δολάρια τον Ιανουάριο του 2008, έπεσε στα 30 δολάρια το Μάιο, στα 20 δολάρια τον Ιούνιο, παρασύροντας και πολλούς πελάτες μας σε μία γενικευμένη καχυποψία απέναντί μας. Έτσι, σημαντικοί πελάτες μάς εγκαταλείπουν και, ενώ η μπόρα έρχεται, η διοίκηση της τράπεζας σφυρίζει αδιάφορα. Τέτοια συμπεριφορά χρήζει ψυχανάλυσης.
Η κατάσταση επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο στα μέσα Αυγούστου και γίνεται ηλίου φαεινότερον ότι χάνουμε σημαντικά διαπραγματευτικά ατού σχετικά με μία πιθανή μεταβίβαση της τράπεζας σε έναν άλλο, ισχυρότερο τραπεζικό όμιλο. Στο Λονδίνο καταλαβαίνουμε πλέον ότι η Lehman έχει τη θηλιά στο λαιμό της: δεν έχουμε επιλογές, δεν διαθέτουμε διαπραγματευτικά ατού και τελικά περιμένουμε τον πιθανό αγοραστή που θα μπορούσε να μάς σώσει.
Από τις αρχές Σεπτεμβρίου, η μετοχή μας είναι αντικείμενο έντονης κερδοσκοπίας και η τιμή της βρίσκεται στα 6 δολάρια - δέκα φορές κάτω σε σύγκριση με την αντίστοιχη στην αρχή του χρόνου. Μπροστά στην επερχόμενη κατάρρευση, η διοίκηση αναγγέλλει αλλαγές στα ηγετικά στελέχη και το χωρισμό της τράπεζας στα δύο.
Στην "καλή τράπεζα", από τη μια μεριά, με τις κερδοφόρες δραστηριότητες, και στην "κακή τράπεζα", που θα συγκεντρώνει τα εξ ακινήτων ενεργητικά. Η πρωτοβουλία αυτή αφήνει τους πάντες παγερά αδιάφορους. Έτσι, η μετοχή μας πέφτει από τα 6 δολάρια στα 3 δολάρια και στον όμιλο ισχύει πλέον το "ο σώζων εαυτόν σωθήτω".
Στις 12 Σεπτεμβρίου καταλαβαίνουμε ότι όλα έχουν τελειώσει. Περιμένουμε να μάθουμε αν στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου η Bank of America θα αποφασίσει να μας αγοράσει. Τζίφος. Το βράδυ της Κυριακής, η Bank of America αποφασίζει να αγοράσει τη Merril Lynch. Από την πλευράς τους, ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών και η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα αποφασίζουν να μην σώσουν τη Lehman Brothers. Το σοκ είναι για όλους μας απίθανο. Όλοι σχεδόν πιστεύαμε ότι είμαστε πολύ μεγάλοι για να μας αφήσουν να πέσουμε ("too big to fail"). Και όμως...
Έτσι, στις 15 Σεπτεμβρίου εγώ και οι συνάδελφοί μου αισθανόμαστε μόνον οργή απέναντι σε μία ηγεσία αλαζονική και τυχάρπαστη, η οποία είχε μετατρέψει την πιο εξειδικευμένη στα επιτόκια τράπεζα του κόσμου σε "διαχειριστή" ακινήτων και κερδοσκοπικό επενδυτή. Είχαμε να κάνουμε με μία διοίκηση άπληστων, μεγαλόσχημων δήθεν τραπεζιτών, χωρίς όραμα, χωρίς στρατηγική, χωρίς αρχές και, βεβαίως, χωρίς στοιχειώδες ήθος.
Ο Ντικ Φουλντι, αφεντικό της holding, μπροστά στην κατάρρευση, δεν βρίσκει ούτε μία λέξη να μας πει. Ακόμα χειρότερα, αφαιρώντας ρευστότητα από τη θυγατρική του Λονδίνου, προσπάθησε να ενισχύσει τη μητρική εταιρεία στην Αμερική, με την ελπίδα ότι θα την αγόραζε η Barclays Ούτε αυτό έγινε, όμως. Και όλοι εμείς πήγαμε αδιάβαστοι.
Προσωπικά δεν ανησυχώ. Αν και έχασα πάρα πολλά χρήματα στην υπόθεση αυτή, το μέλλον δεν με φοβίζει. Περιμένω να εισπράξω τον τελευταίο μισθό μου και ήδη κάπου με περιμένουν. Προβλήματα θα έχουν οι νέοι, οι junior traders της Lehman. Αυτούς που ξεγέλασε η διοίκηση της τράπεζας. Όλα αυτά τα νέα παιδιά είναι θύματα ενός ανήθικου χρηματοοικονομικού καπιταλισμού, ο οποίος, μπορεί τα δημιούργησε απίστευτον πλούτο τα 15 τελευταία χρόνια, όμως δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην επιθετικότητα και την βλακεία, που δημιουργεί η εύκολη επιτυχία.
Με βάση την οκταετή εμπειρία μου στον τομέα αυτόν, οφείλω να πω ότι μπορούσε να γίνει το εργαλείο για την παγκόσμια εξάπλωση της ευημερίας. Υπό μία προϋπόθεση: κάποιοι να μην τα θέλουν όλα δικά τους. Δυστυχώς, αυτό δεν ίσχυσε. Τώρα, λοιπόν, ήρθε η ώρα να καταβάλουμε όλοι το τίμημα. Αλλά αυτό είναι άδικο. Γι' αυτό και πιστεύω ότι οι υπεύθυνοι θα πρέπει να τιμωρηθούν ακριβώς από αυτήν την αγορά, που κατά κόρον επικαλούντο για να κερδοσκοπούν».
Αυτά μάς είπε ο Ελληνοκύπριος trader και θεωρούμε ότι, μέσα από την αφήγησή του, μπορεί κανείς να βγάλει σημαντικά συμπεράσματα για την κατανόηση της κρίσης.